επιληπτοειδής

επιληπτοειδής
-ές [επίληπτος]
αυτός που μοιάζει με τις παθολογικές εκδηλώσεις τής επιληψίας («επιληπτοειδής κρίση», «επιληπτοειδή φαινόμενα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”